σφαιρών

σφαιρών
-ῶνος, ὁ, Α
στρογγυλό αλιευτικό δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + επίθημα -ών, -ῶνος
(πρβλ. σφηκ-ών)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σφαιρών — round fishing net masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρῶν — σφαῑρῶν , σφαῖρα ball fem gen pl σφαῑρῶν , σφαῖρα ball fem gen pl (ionic) σφαιρόω make into a globule pres part act masc voc sg (doric aeolic) σφαιρόω make into a globule pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σφαιρόω make into a… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρῶνας — σφαιρών round fishing net masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούση — Συνάντηση δύο ή περισσότερων κινούμενων σωμάτων, η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ τους. Ο όρος κ. –όπως χρησιμοποιείται στη φυσική– δεν προϋποθέτει απαραίτητα την επαφή των σωμάτων. Στην κλασική μηχανική, τα προβλήματα κ.… …   Dictionary of Greek

  • σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… …   Dictionary of Greek

  • διατήρησης, αρχή της- — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική και αναφέρεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία σε όλα τα φαινόμενα που αφορούν την εξέλιξη ενός κλειστού συστήματος στον χρόνο, ένα ή περισσότερα φυσικά μεγέθη διατηρούν σταθερή την τιμή τους. Ένας νόμος… …   Dictionary of Greek

  • Achilleus Tatios (Astronom) — Achilleus Tatios (griechisch Ἀχιλλεὺς Τάτιος, lateinisch Achilles Tatius) war ein griechischer Astronom. Leben Seine Herkunft und Biografie sind unbekannt, weil er in der Suda irrtümlich mit dem Schriftsteller Achilleus Tatios gleichgesetzt wird …   Deutsch Wikipedia

  • Πυθαγόρας — I Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός (Σάμος 585 – 565 π.Χ. – ; Μεταπόντιον 500; π.X.). Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του εξαιτίας ίσως της τυραννίας του Πολυκράτη, και πήγε στη Μεγάλη Ελλάδα και στον Κρότωνα όπου, κατά το 530, ίδρυσε τη… …   Dictionary of Greek

  • Τόμσον — Ν φρ. α) «ατομικό πρότυπο Τόμσον» φυσ. θεωρία σχετικά με τη θεωρητική περιγραφή τής εσωτερικής δομής τών ατόμων η οποία υποστηρίχθηκε από τον Τζόζεφ Τζων Τόμσον και σύμφωνα με την οποία τα άτομα έχουν τη μορφή ομοιόμορφων σφαιρών αποτελούμενων… …   Dictionary of Greek

  • αμάλγαμα — Κράμα υδραργύρου με ένα ή περισσότερα μέταλλα (π.χ. κασσίτερο, ψευδάργυρο, χρυσό, χαλκό). Μπορεί να είναι είτε υγρό είτε παχύρρευστη μάζα είτε στερεό, σε κανονική θερμοκρασία, ανάλογα με την εκατοστιαία περιεκτικότητά του σε υδραργύρο. Το α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”